αθηνολάτρης

αθηνολάτρης
ο (θηλ. -ισσα)
αυτός που λατρεύει, που υπεραγαπά την Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αθήνα + λάτρης < λατρεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αθηνολάτρης — ο θηλ. ισσα αυτός που λατρεύει την Αθήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”